Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

Εὐνομία βάθρον πολίων

  • 1 βάθρον

    βάθρον, τό, ([etym.] βαίνω)
    A that on which anything steps or stands, hence,
    1 base, pedestal,

    τὸ β. καὶ ὁ θρόνος Hdt.1.183

    ; of a statue, Id.5.85, X.Eq.1.1;

    δαιμόνων ἱδρύματα.. ἐξανέστρεπται βάθρων A. Pers. 812

    ; throne,

    ὑψηλὸν Δίκας β. S.Ant. 854

    .
    2 stage, scaffold, Hdt.7.23.
    3 generally, solid base,

    ἀμφιρύτου Σαλαμῖνος β. S.Aj. 135

    (anap.), cf. Ph. 1000, OC 1662; ὦ πατρῷον ἑστίας β., i.e. house of my father, Id.Aj. 860: metaph.,

    Εὐνομία βάθρον πολίων Pi.O.13.6

    : pl., foundations,

    Ἰλίου.. ἐξαναστήσας βάθρα E.Supp. 1198

    ; ἐν βάθροις εἶναι stand firm, Id.Tr.47;

    ἐκ βάθρων ἀνῃρῆσθαι

    utterly,

    Id.El. 608

    , cf. D.H.8.1, Lyc.770, AP9.97 (Alph.).
    4 step, S.OC 1591; rung of a ladder, E.Ph. 1179.
    5 bench, seat, S.OT 142, OC 101, Phryn.Com.3.5; τὰ β., of a lecture-room or school, Pl.Prt. 315c, 325e, etc.;

    τὰ βάθρα σπογγίζων D.18.258

    ; seats in the council-chamber, Lys.13.37.
    6

    β. Ἱπποκράτους

    machine for reducing dislocation,

    Ruf.

    ap. Orib.49.26.

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βάθρον

  • 2 δίκα

    δῐκᾱ (δίκα, -ας, -ᾳ, -αν; -ας.)
    a sing., right, (sense of) justice

    κόρος, οὐ δίκᾳ συναντόμενος O. 2.96

    κέρδος αἰνῆσαι πρὸ δίκας δόλιονP. 4.140

    ἕπεται δὲ λόγῳ δίκας ἄωτος, ἐσλὸν αἰνεῖν N. 3.29

    δέξαιτο δ' Αἰακιδᾶν ἠύπυργον ἕδος, δίκᾳ ξεναρκέι κοινὸν φέγγος i. e. shining with hospitable justice for all N. 4.12

    εὐώνυμον ἐς δίκαν τρία ἔπεα διαρκέσει N. 7.48

    κρέσσων δὲ καππαύει δίκαν τὰν πρόσθεν ἀνήρ N. 9.15

    πατρὶ δ' Ἀδράστοιο Λυγκεῖ τε φρενῶν καρπὸν εὐθείᾳ συνάρμοξεν δίκᾳ N. 10.12

    τῶν μὲν ὑπὸ στάθμᾳ νέμονται οὐ θέμιν οὐδὲ δίκαν ξείνων ὑπερβαίνοντες I. 9.5

    ἀλλὰ δίκας ὁδοὺς πι[στ]ὰς ἐφίλη[ς.]ν. Παρθ. 2.. πότερον δίκᾳ τεῖχος ὕψιον ἢ σκολιαῖς ἀπάταις ἀναβαίνει ἐπιχθόνιον γένος ἀνδρῶν fr. 213. 1. ἐν, σὺν, παρὰ δίκ. pro adv.,

    ἐν δίκᾳ τε καὶ παρὰ δίκαν O. 2.16

    ἐν δίκᾳ ( ἐνδίκας coni. Snell.) O. 6.12

    σὲ δ' ἐρχόμενον ἐν δίκᾳ P. 5.14

    κεῖνος αἰνεῖν καὶ τὸν ἐχθρὸν παντὶ θυμῷ σύν τε δίκᾳ καλὰ ῥέζοντ' ἔννεπεν P. 9.96

    αἰδέομαι μέγα εἰπεῖν ἐν δίκᾳ τε μὴ κεκινδυνευμένον N. 5.14

    ἐκ πόνων δ, οἳ σὺν νεότατι γένωνται σύν τε δίκᾳ N. 9.44

    τὸ δὲ πὰρ δίκαν γλυκὺ πικροτάτα μένει τελευτά I. 7.48

    b pl. decisions, judgements of right ἱππόταις εὔθυνε λαοῖς δίκαςP. 4.153 ( Αἰακὸς)

    ὃ καὶ δαιμόνεσσι δίκας ἐπείραινε I. 8.24

    2 manner, way νῦν γε μὰν τὰν Φιλοκτήταο δίκαν ἐφέπων ἐστρατεύθη (sc. Ἱέρων) P. 1.50 ἄλλα δ' ἄλλοισιν νόμιμα, σφετέραν δ αἰνεῖ δίκαν ἀνδρῶν ἕκαστος fr. 215. 3. acc. pro prep. c. gen.,

    ποτὶ δἐχθρὸν λύκοιο δίκαν ὑποθεύσομαι P. 2.84

    3 pro pers., Justice

    Δαμάγητον ἁδόντα Δίκᾳ O. 7.17

    Εὐνομία κασιγνήτα τε βαθρὸν πολίων ἀσφαλὲς Δίκα καὶ Εἰρήνα O. 13.7

    φιλόφρον Ἡσυχία, Δίκας ὦ μεγιστόπολι θύγατερ P. 8.1

    κώμῳ μὲν ἁδυμελεῖ Δίκα παρέστακε P. 8.71

    Lexicon to Pindar > δίκα

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»